- νεύω
- (ΑΜ νεύω)1. κλίνω το κεφάλι προς τα εμπρός και κάτω, σκύβω ελαφρά2. κάνω νεύμα με το κεφάλι, με τα μάτια, με τα χείλη ή με τα χέρια για να δείξω συναίνεση, αποδοχή, έγκριση ή άρνηση, αποτροπή, απαγόρευση ή, απλώς, για συνεννόηση σχετικά με κάποιο πράγμα, γνέφω («καὶ νεύσῃς μόνον κατ' αὐτῶν μόνω τῷ νεύματί σου», Πρόδρ.)μσν.1. στρέφω, κατευθύνω2. απομακρύνω3. κοιτάζω, παρατηρώ, εξετάζω προσεκτικά4. στρέφομαι, κατευθύνομαι5. ακολουθώ κάτι, πιστεύω σε κάτι6. επιστρέφω7. αναχωρώ8. ορμώ, επιτίθεμαι9. παρεκκλίνω, ξεφεύγωαρχ.1. συναινώ, συγκατατίθεμαι («νεῡσον, τέκνον, πείσθητι», Σοφ.)2. παραγγέλλω σε κάποιον με νεύμα ή με χειρονομία να κάνει κάτι («νεύσαντος αὐτῷ τοῡ ἡγεμόνος λέγειν», ΚΔ)3. υπόσχομαι, βεβαιώνω («νεῡσε δὲ οἱ λαὸν σάον ἔμμεναι οὐδ' ἀπολέσθαι», Ομ. Ιλ.)4. γέρνω προς τα εμπρός («δεινὸν δὲ λόφος καθύπερθεν ἔνευεν», Ομ. Ιλ.)5. κλίνω, σχηματίζω κλίση, τείνω, ρέπω («ἀπὸ τῆς κεραίας σιδηροῡν ἐς αὐτὸν νεῡον καθεῑτο», Θουκ.)6. (για χώρα ή για κτήριο) είμαι στραμμένος προς κάποιο μέρος («τοῡ πρὸς τὸ πέλαγος νεύοντος μέρους», Πολ.)7. έχω κλίση, έχω ροπή σε κάτι8. μτφ. εκπίπτω, παρακμάζω9. (στη νεοπλατωνική φιλοσοφία) εκπίπτω σε κατώτερη βαθμίδα10. (για ευθείες γραμμές) κλίνω και συναντιέμαι με τρόπο ώστε να σχηματίζω γωνία11. (κατά τον Ησύχ.) «νεύειἐπανέρχεται ἢ μᾱλλον φεύγει».[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. νεύω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *neu- «σπρώχνω, γνέφω» και συνδέεται με το λατ. ab-nuo «απονεύω», an-nuo «κατανεύω» (< *newō), nutus «νεύμα». Επίσης το ελλ. νεῦμα (< *neu[s]-mn) αντιστοιχεί με το λατ. nūmen, το οποίο εξελίχθηκε σημασιολογικώς από αρχική σημ. «νεύμα» σε «θεϊκό θέλημα, θεϊκή εξουσία». Σύμφωνα με άλλη άποψη, κατά την οποία οι τ. τού παρακμ. νένευκα / νένευμαι θεωρούνται μεταγενέστεροι, το ρ. νεύω ανάγεται σε αμάρτυρο τ. ενεστ. *νεύσω ή* νεύσjω με σίγηση τού ενδοφωνηεντικού -σ- (πρβλ. γεύομαι < γεύσομαι). Η άποψη αυτή ωστόσο είναι καθαρά υποθετική, αφ' ενός γιατί το -σ- δεν εμφανίζεται στους λατ. τύπους και αφ' ετέρου γιατί δεν παραδίδονται ρηματ. τύποι με -σ-, όπως γεύομαι: γευστός. Τέλος, η σύνδεση τού ρ. με αρχ. ινδ. navate «κινούμαι» και ρωσ. nuritb «κατεβάζω το κεφάλι» δεν θεωρείται πιθανή. Το ρ. νεύω στη Νέα Ελληνική απαντά με τη μορφή γνέφω* / γνεύω.ΠΑΡ. νεύμα, νεύση, νευστάζωαρχ.νευστικός (Ι)μσν.νεύσιμον.ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ανανεύω, απονεύω, επινεύω, κατανεύω, συγκατανεύωαρχ.αμφινεύω, διανεύω, εκνεύω, εννεύω, επιπρονεύω, παρανεύω, παρεκνεύω, περινεύω, προνεύω, προσεπινεύω, προσνεύω, συμπαρανεύω, συνδιανεύω, συνεπινεύω].
Dictionary of Greek. 2013.